< ἀνθρωπόμιμος
ἀνθρωπομορφίται >
ἀνθρωπομορφιανοί
,
-ῶν, οἱ
antropomorfitas
herejes que atribuían forma humana a Dios, Socr.Sch.
HE
6.7.27, Soz.
HE
8.12.12.