< ἀνθρωποθυσία
ἀνθρωποκομικός >
ἀνθρωποθυτέω
ofrecer sacrificios humanos
Ph.2.28, Porph.
Abst
.2.27, c. dat.
τῷ Κρόνῳ
Eus.
LC
13 (p.238.28).