< ἀνθρωπομαντεία
ἀνθρωπομορφιανοί >
ἀνθρωπόμιμος
,
-ον
1
de forma humana
λίθοι
Thrasyll.Mend.2
•
que imita a los hombres
πίθηκοι
Ign.
Eph
.p.237.
2
adv. -ως
como un hombre
Ctesipho 4.