< ἀνθρωποκτόνος
ἀνθρωπολατρέω >
ἀνθρωπολατρεία
,
-ας, ἡ
• Alolema(s):
-ία
Cyr.Al.M.76.809D
antropolatría
,
adoración de un hombre
Cyr.Al.l.c., Nest. en
CEph
.(431)
Act
.1, Cyr.Al.
Chr.Un
.5
1
.731C.