< ἀνθρωποθυτέω
ἀνθρωποκόμος >
ἀνθρωποκομικός
,
-ή, -όν
que se cuida de los hombres
de ahí
ἡ ἀνθρωποκομική (
sc
. τέχνη)
la política
Them.
Or
.15.186d.