< ἀνθρωπισμός
ἀνθρωποβορέω >
ἀνθρωπιστί
adv.
con palabras humanas
,
en lenguaje humano
<οὐ> μηκέτ' ἀ. διαλέξῃ
S.
Fr
.827,
ἀ. λαλοῦντα
Ps.Callisth.112.2,
σημαίνει ἀ.
Sch.
Od
.6.125.