ἀκνίσωτος
ἀκοάζομαι
ἀκοαί
ἀκοαστῆρες
ἀκογγιστ-
ἀκοή
ἀκοΐδιον
ἀκοιλάντως
ἀκοίλινον
ἀκοίλιος
ἄκοιλος
Ἀκοίμητοι
ἀκοίμητος
ἀκοίμιστος
ἀκοινονόητος
ἄκοινος
ἀκοινωνησία
ἀκοινώνητος
ἀκοινωνία
ἀκοινώτητος
ἀκοιτέω
ἀκοίτης
Ἀκοίτης
Ἀκοίτιον
Ἀκοίτιος
ἄκοιτις
ἄκοιτος
Ἄκολα
ἀκολάζω
ἀκολάκευτος
ἀκόλακος
ἀκολασία
ἀκολασταίνω
ἀκολαστέω
ἀκολάστημα
ἀκολαστητέον
ἀκολαστία
ἀκόλαστος
ἀκολαστότης
ἀκολλητί
ἀκόλλητος
ἄκολλος
[ἀκολλ]ύβιστος
ἀκολ(οβός)
ἀκολόβωτος
ἄκολος
ἀκολούης
ἀκολουθέω
ἀκολούθησις
ἀκολουθητέον
ἀκολουθητικός
ἀκολουθία
ἀκολούθια
ἀκολουθικός
ἀκολουθίσκος
ἀκόλουθος
ἀκολουτέω
ἄκολπος
ἀκόλυμβος
ἀκομενταρήσιος
ἀκόμης·
ἀκομιστία
ἀκόμιστος
ἀκόμμωτος
ἀκόμνιον·
ἄκομος
ἀκόμπαστος
ἄκομπος
ἀκόμψευτος
ἄκομψος
ἀκονάδιον