< ἀκόμνιον·
ἀκόμπαστος >
ἄκομος
,
-ον
calvo
Luc.
VH
1.23, c. ac. de rel.
ἀ. τὴν κεφαλήν
Poll.2.26
•
de árboles
sin hojas
Poll.1.236.