< [ἀκολλ]ύβιστος
ἀκολόβωτος >
ἀκολ(οβός)
,
-όν
forma y sent. dud.
no mutilado
,
incólume
ὄνος ἀκολ(οβός)
SB
10908.7 (II d.C.) (cj., cf. ἀκολ(ουθῶν) s.u. ἀκολουθέω).