ἀκόλαστος, -ον
• Morfología: [fem. compar. ἀκολαστοτέρα Nicol.Com.2]
I
δῆμοςHdt.3.81,
ὄχλοςE.Hec.607,
στράτευμαX.An.2.6.10,
θίασοςPh.1.550, tb. de anim., c. ac. de rel.
(ἵππος) ἀ. τὴν γνάθονPoll.1.198
•ref. al comportamiento individual desenfrenado, licencioso
οὗτος ... οὐκ ἂν ἦν οὕτως ἀκόλαστοςAr.Nu.1348,
ἀκόλαστον ἄν τινα λέγοι ΣιμωνίδηνPl.Prt.341e,
op. σώφρωνPl.Grg.507c, Arist.EN 1117b32,
(γυνή)Pl.Com.105, Ph.2.51, cf. Alex.71
•tb. de anim.
ἵππος ἀ.Pl.Phdr.255e, c. ac. de rel.
ἀ. τοὺς τρόπουςAr.Pl.1049, c. prep.
περὶ ταῦταAeschin.1.42,
περὶ τὸ ἀφροδισιάζεσθαιArist.HA 572a12,
πρὸς τὴν ὁμιλίανArist.HA 582a26,
πρὸς γυναῖκαςAth.535a,
ἐπὶ τὴν ἡδονήνPlu.2.125a, c. inf.
ἀ. ὁμιλεῖνE.Fr.976
•de cosas y abstr. intemperante, licencioso
γλῶσσαE.Or.10,
σῶμαS.Fr.744,
ὀφθαλμόςPall.H.Laus.59.2,
ἦθοςCritias B 6.13, E.Fr.362.22,
βίοςPl.Grg.493d, Ph.1.255,
ἐπιθυμίαPl.Grg.507e,
ἡδονήPMasp.5.18 (VI d.C.),
μέλοςChamael.24,
ῥήματαClem.Al.Paed.2.10.97
•desmesurado
πλοῦτοςLongin.44.7,
ἀκόλαστοι εἰσπνοαίSteph.in Hp.Progn.258.22
•subst. τὸ ἀ. libertinaje
op. τὸ εὔθυμον: τὸ εὔθυμον ἀπὸ τοῦ ἀκολάστου διακέκριταιFauorin.De Ex.2.9
•neutr. plu. como adv. AP 5.175 (Mel.).
2 no castigado
ἀκολάστους ἐᾶνPl.Lg.793e, cf. E.Ph.971,
ἁμαρτήματα ἀκόλαστα παριέναιX.Eq.Mag.7.10
•no mejorado
ἔθηD.Chr.7.137
•c. gen.
ἐάσειν καὶ ἀκολάστους τῶν ἐπὶ Οὐέτερι πραχθέντωνApp.Ill.17.
II adv. -ως
1 licenciosamente, desenfrenadamente
ζῆνIsoc.15.239, D.C.76.14.1,
ἔχοντος βίουPl.Grg.493c,
τροφὴν ποικίλλεινAth.663b,
ἀ. διακεῖσθαιAen.Tact.26.2
•en forma indisciplinada
ἔχειν πρὸς τὰ τοιαῦταX.Mem.2.1.1.
2 sin esfuerzo
τυχεῖν τινόςVett.Val.145.31.