ἀκοίτης, -ου, ὁ
• Alolema(s): ἀκοίτας Pi.Fr.156.2
• Prosodia: [ᾰ-]
compañero de lecho esp. del marido
σε φόβησε Κρόνου πάϊς ὅ τοι ἀκοίτηςIl.15.91, cf. Od.21.88, Hes.Sc.9, h.Cer.363, B.10.9, Pi.N.5.28, S.Tr.525, E.Hec.937, A.R.4.1071, 1.617, Nonn.D.35.146
•gener. amante
ἤν τίς τε φίλον ποιήσετ' ἀκοίτηνOd.5.120,
Ναΐδος ἀκοίτας ΣιληνόςPi.Fr.156.2,
Αἰγίσθῳ παρέλεκτο καὶ εἵλετο χείρον' ἀκοίτηνHes.Fr.176.6, cf. E.El.166, Nonn.D.4.192, 3.277.