δυάζω δυάκι(ς) Δύαλος δύαν· δυάνδρες δυανδρία δυανδρικός δυϜάνω †δυαρεία· δυαρχέω δυαρχία δυάς δύασμα δυασμός δυαστικός δυάω δύβρις δυγ- δυειδής δυενιαυσίως δύε δυερός δύη δυηλός δυηπᾰθέω δυηπᾰθής δυηπᾰθία δυήπαθος δυθμή δυϊκός Δυίλιος δύϊος δῦμα Δῦμαι Δυμαῖαι Δύμαινα Δυμαῖος Δῠμάν Δυμανᾶται Δυμανίς Δυμαντεῖος *δύμαρ Δύμας Δύμβριος Δύμη Δύμιος δυνάζω δύνᾰμαι Δῡναμένη δυναμερόν δυναμίδιον δυναμικός Δυνάμιος δύνᾰμις Δύναμις δυναμοδότως δυναμοδύναμις δυναμοδυναμοστόν δυναμοειδής δυναμόκυβος δυναμοκυβοστόν δυναμοποιός δυναμοστόν δυναμόω δυναμωνυμία δυνάμωσις δυναμωτής δυναμωτικός δύνᾰσις δῠναστεία δῠνάστειρα