< †δυαρεία·
δυαρχία >
δυαρχέω
gobernar dos
,
compartir entre dos el gobierno
δυαρχεῖν οὐκ ἠθέλετε καὶ γέγονεν ἡμῖν πικρὰ ἡ τῆς μοναρχίας ἔφεσις
Sch.A.
Th
.882i.