δυανδρικός, -ή, -όν
• Alolema(s): δυανερικός CIG 3979 (Antioquía de Pisidia, imper.)
lat. duouiralis, duunviral
δ. ΚολωνείαITomis 442 (III d.C.)
•subst. ὁ δ. duunviro
δ. τῆς κολ(ωνίας)RECAM 3.140 (Olbasa III d.C.), cf. CIG l.c.,
δυανδρικοὶ πενταετηρικοίduouiri quinquennales, RECAM 3.144 (Olbasa III d.C.).