< δυαρχέω
δυάς >
δυαρχία
,
-ας, ἡ
dualidad de principios
op. μοναρχία: ἵνα μὴ ... δ. καὶ πολυαρχία γένηται
rel. c. el principio crist. Hijo/Verbo
, Ath.Al.M.26.468B.