< δυάς
δυασμός >
δύασμα
,
-ματος, τό
sent. dud., quizá
duplicación
τὰ ἀπὸ τῆς ἀρ[ετῆς συ]μβαίν[οντα] δυάσματα
anón. en Schubart,
Gr.Lit.Pap
.36.31 (III d.C.).