< Δύμας
Δύμη >
Δύμβριος
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
tb.
Δυμβριεύς
, -έως
dimbrio
,
dimbrieo
epít. de Apolo en Timbra, Hellanic.151, v. Θυμβραῖος.