διάτιλμα
διατῑμάω
διατίμησις
διατιμητής
διατιμητικός
διάτιμος
διατῐνάσσω
διατινθᾰλέος
διατιτράω
διατίτρημι
διατιτρώσκω
διατιχ-
διατλάω
διατμέω
διατμήγω
διάτμημα
διάτμηξις
διατμητέον
διατμίζω
διάτοι
διατοιχέω
διάτοιχος
διατομή
διατόμιον
Διατομῖται
διάτομος
διατόναιον
διατονθορύζω
διατονικός
διατόνιον
Διατόνιον
διατονόομαι
διάτονος
διατοξεία
διατοξεύομαι
διατοξεύσιμος
διατόξευσις
διατόρευμα
διατορεύω
διατορέω
διατορία
διατορνεύω
διάτορος
διατραγεῖν
διατραγῳδέω
διατράμις
διατρανόω
διατρανῶς
διατραχηλίζω
διατραχηλισμός
διατραχύνω
διατρεμέω
διατρεπτέον
διατρεπτικός
διατρέπω
διατρέφω
διατρέχω
[δι]ατρεψία
διατρέω
διάτρημα
διάτρησις
διατρήσω
διατρητάριος
διάτρητος
διατρῐβή
διατριβικός
διατρίβω
διατρίζω
διάτριμμα
διατριπτέον
διατριπτικός