διατιτρώσκω
perforar, taladrar, atravesar de lado a lado
δέρμαHp.Fract.11, c. dat. instrum.
δύο γε ταύρους μιᾷ ἅμα βολῇ ... διέτρωσε καὶ ἀπέκτεινεde un solo disparo atravesó dos toros y los mató D.C.63.3.2, cf. Gal.3.690, en v. pas.
ἐπὶ γαστέρα διετρώθηHp.Epid.5.32 (cód.), cf. Gal.10.419, Paul.Aeg.6.52.5,
διατιτρωσκόμενοιacribillados por disparos, I.BI 6.185, c. ac. de rel.
οἱ διατετρωμένοι τὰς κεφαλάςChrys.M.60.231,
λίθος ... διατετρωμένοςpiedra perforada Ps.Dsc.Lap.31.1
•fig.
(ὑποψία) διατιτρώσκουσα αὐτῶν τὴν διάνοιανuna sospecha que taladra su conciencia Chrys.Fem.Reg.8.87, cf. M.61.572,
δ. λοβοὺς ὤτωνcon palabras blasfemas, Chrys.M.58.786.