< [δι]ατρεψία
διάτρημα >
διατρέω
1
huir espantado
διέτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος
Il
.11.486, 17.729, Q.S.6.559 (tm.), Plu.
Marc
.29.
2
espantarse
,
asustarse
Plu.
Brut
.18.