διατμίζω
I intr.
1 evaporarse
τὸ ὑγρόνArist.Mete.344b23, cf. 353b8, 357a11, Thphr.Ign.49, Corn.ND 32, Plu.2.624d, Placit.3.4.4 (= Xenoph.A 46)
•tb. en v. med.-pas.
διατμιζομένου ... τοῦ ὑγροῦArist.Cael.305b14,
διατμίζεται γὰρ τὸ περισσόνSor.80.20, cf. D.L.2.8, Alex.Aphr.in Mete.79.17, 190.9.
2 en v. med.-pas., del cuerpo transpirar, sudar
τὸ σύμπαν σκῆνος διητμίσθηAret.CA 1.1.29.
II tr.
1 evaporar
ὑπὸ τοῦ θερμοῦ πέψις γινομένη τὰ μὲν ἐκκρίνει καὶ διατμίζειla cocción producida por el calor a unas (partículas) las separa y evapora Thphr.CP 6.7.3, cf. 17.5,
διατμίζουσα (ἡ θηριακή) τὰς πνευματώσεις τῶν ἐντέρωνGal.14.273, cf. Phlp.in GA 57.13.
2 exhalar, segregar
ἰδρῶτα δροσώδηPlu.2.695c.