διατρανόω


1 formarse o conformarse definitiva o nítidamente τὸ γὰρ χρωματικὸν καὶ ἐναρμόνιον γένος ... ἐκ τούτου διετράνωσεν Nicom.Harm.7
en v. med. mismo sent. ἀπ' ἐκείνης (μονάδος) διατρανούμενα Iambl.in Nic.72, βρέφος διατετρανωμένον al principio de la gestación Theol.Ar.47.

2 expresar claramente τοῖς ὀνόμασι τούτοις Gr.Nyss.Eun.2.300, ταῦτα ... καλῶς διατρανοῦν πειράσομαι Cyr.Al.Pulch.p.27.37, cf. Nest.1.2 (p.21.7), Luc.1.90, en v. pas. Philost.HE 4.8.