διάτονος, -ον
I
αὖραιThphr.CP 2.3.1.
2 mús. diatónico
op. χρωματικὸν ἐναρμόνιον μέλοςAlciphr.1.21.2,
μελῳδίαιD.H.Comp.19.4, 8,
μελοποιίαAristid.Quint.30.10,
(φθόγγος) ὑπάτων δ.Aristid.Quint.7.20
•subst. τὸ δ. la escala diatónica Aristox.Harm.85.4, Plu.2.1142d, tb.
ἡ δ.Anon.Bellerm.14.
II subst., arq.
1 ὁ δ. sillar tendido a tizón, perpiaño Vitr.2.8.7.
2 τὸ δ. viga, vigueta prob. de madera ID 290.216 (III a.C.), CIL 8.1273, 14879 (ambas África Proconsular), cf. διατονικός, διατόνιον.