γεφυρίζω
γεφύριον
γεφυρίς
γεφυρισμός
γεφυριστής
γεφυροποιέω
γεφυροποιός
Γέφῡρος
γεφῡρουργία
γεφῡρόω
γεφύρωμα
γεφύρωσις
Γεφυρωταῖος
Γεφυρώτη
γεφυρωτής
γεω-
γεωβαφής
†Γεώγους
γεωγραφέω
γεωγραφία
γεωγραφικός
γεωγράφος
γεωδαισία
γεωδαίστης
γεωδαιτέομαι
γεωδαίτης
γεώδης
γεωδότης
γεωκτίτης
γεωλοφία
γεώλοφος
γεωλόχοι
γεωμαντεία
γεωμάντις
γεωμετρέω
γεωμέτρης
γεωμετρητός
γεωμετρία
γεωμετρικός
γεωμιγής
γεωμορέω
γεωμορία
γεωμορικός
γεωμόριον
γεωμόρος
γέωνα·
γεώνιον
γεωνόμης
γεωνόμος
γεώπεδον
γεωπείνης
γεωπετής
γεωπονέω
γεωπονία
γεωπονικός
γεωπόνος
γεωργέω
γεώργημα
γεωργήσιμος
γεωργητέον
γεωργήτρια
γεωργία
Γεώργια
γεωργικός
γεώργιον
Γεώργιος
γεώργισσα
γεωργίτης
γεωργός
Γεωργός
γεωργώδης