< γεφύρωσις
Γεφυρώτη >
Γεφυρωταῖος
,
-α, -ον
• Alolema(s):
tb.
Γεφυρωτίτης
gefiroteo
o
gefirotita
ét. de Gefirota, St.Byz.s.u.
Γεφυρώτη
.