γεώργιον, -ου, τό
1 campo cultivado, tierra de labor, finca
ἄν τις οὕτως κατασκευάζῃ καθάπερ ἐν τοῖς γεωργίοιςArist.Pol.1330b29,
ἀτέλειαν ... τῶν γεωργίω[ν πά]ν[τ]ωνIStratonikeia 501.9 (Lagina IV a.C.),
ὀρυττομένην γῆν ἐπὶ τὰ γεώργια ἀναφέρεινTheogenes 1,
γ. μέγανLXX Pr.24.5, cf. Ph.Mech.96.49, PCair.Zen.651.3 (III a.C.), PTeb.72.370, UPZ 110.48 (ambos II a.C.), BGU 1092.10 (IV d.C.), PSI 836.2 (VI d.C.)
•fig. de una congregación cristiana
Θεοῦ γ.campo de Dios, 1Ep.Cor.3.9, Origenes Hom.18.5 in Ier.
2 fruto
ἄνθρωπος δὲ γ. ἐστι γάμουAnon.V.Thecl.6.50
•fig.
σώφρονι συμπότῃ οἶνος εἷς, ἑνὸς γ. θεοῦClem.Al.Paed.2.2.30.
4 agricultura LXX Si.27.6.