γεωμετρέω
1 medir
τὰ ἐπίπεδα γεωμετροῦσαPl.Tht.173e,
τὸν ἀέραAr.Au.995, cf. X.Smp.6.8, Luc.Icar.21, Ner.4, esp. ref. a tierras cultivables
τὴν ἐν Ταπεπτιὰ γῆνPCair.Zen.188.2 (III a.C.),
τὴν τῶν πρεζβύτων (sic) γῆνPLugd.Bat.20.38.2 (III a.C.),
τὴν σησαμῖτιν καὶ τὴν ξυλῖτινPSI 502.28 (III a.C.),
πάντας τοὺς ... κλήρουςSB 5942.2 (III a.C.), en v. pas.
τὰ ἄβροχα καὶ τὰ ἄσποραPOxy.1842.5 (VI d.C.)
•abs. medir la tierra, actuar de agrimensor, BGU 12.27 (II d.C.).
2 practicar o conocer la geometría
ἢ δεδίδαχέν τις τοῦτον γεωμετρεῖνPl.Men.85e, cf. Tht.162e,
εἴκαζεν Ἀρχίδαμον Εὐξένῳ γεωμετρεῖν οὐκ ἐπισταμένῳArist.Rh.1406b30,
οἱ γεωμετροῦντεςPlu.2.52d,
ἀπεφήνατ' ἀεὶ γ. τὸν θεόνPlu.2.718c
•en v. pas.
τὰ γεωμετρούμεναdescripciones geométricas Archim.Quadr.proem., Hero Def.136.51, Geom.2, 3.