γεφύρωσις, -εως, ἡ
1 construcción de puentes
γεγόνασιν ... προσχώσεις ἢ γεφυρώσειςStr.1.3.18,
ἡ γ. ἡ διὰ τῶν νεῶνla construcción de puentes de barcas Arr.An.5.7.3.
2 puente
διέβη τὰς γεφυρώσειςCtes.13a.
γεγόνασιν ... προσχώσεις ἢ γεφυρώσειςStr.1.3.18,
ἡ γ. ἡ διὰ τῶν νεῶνla construcción de puentes de barcas Arr.An.5.7.3.
διέβη τὰς γεφυρώσειςCtes.13a.