< γεωδότης
γεωλοφία >
γεωκτίτης
uel
γεώκτιτος
,
-ου, ὁ
• Grafía:
graf. γεοκτει-
campesino
,
labrador
,
Hell
.9.63n.4 (Cízico I d.C.),
CIG
3695b (Cízico).