< γεώπεδον
γεωπετής >
γεωπείνης
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
γειοπ-
Hdn.
Epim
.15
pobre en tierras
ὅσοι μὲν γὰρ γεωπεῖναί εἰσι ἀνθρώπων
Hdt.2.6, cf. 8.111, Aristid.
Or
.1.376, Hdn.l.c.