γεωμορία, -ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη Nic.Al.10, Opp.C.4.434, AP 7.532 (Isid.Aeg.)
I
ἡ δὲ γεωμετρία πρὸς ... γεωμορίαςNicom.Ar.1.3.7.
2 porción de tierra
γ. ἠπείρουNic.l.c.
•en plu. campos cultivados s. cont. Lyr.Adesp.414d.10S.,
ἐν δ' ἄρα τῇσι γεωμορίῃσιν ἐλαύνεινOpp.l.c.
II agr.
1 cultivo de la tierra, vida agrícola
γεωμορίᾳ προσανέχοντεςAlciphr.1.4.1,
ἔκ με γεωμορίης Ἐτεοκλέα πόντιος ἐλπὶς εἵλκυσενAP l.c.
2 cosecha
λιπαρὰν ... γεωμορίανAP 6.258 (Adaeus).