γεωργήσιμος, -ον
apto para ser cultivado
νῆσοςStr.16.4.18,
τόποςPlb.1.56.4,
χώραPlb.7.6.4, cf. EM 751.24G.
•subst. terreno cultivable
ἐν γεωργησίμῳArist.Pr.924a22,
γεω[ργήσι]μον καὶ τὸ μεταλλεύσιμονDidym.Gen.66.
νῆσοςStr.16.4.18,
τόποςPlb.1.56.4,
χώραPlb.7.6.4, cf. EM 751.24G.
ἐν γεωργησίμῳArist.Pr.924a22,
γεω[ργήσι]μον καὶ τὸ μεταλλεύσιμονDidym.Gen.66.