γεωπονέω
• Alolema(s): dór. γᾱπ- E.Rh.75; γηπ- Cyr.Al.M.70.1237C, M.71.577D; γεηπ- Heph.Astr.Epit.4.38.1


cultivar la tierra c. ac. int. ἀρούρας ... γαπονεῖν E.l.c., γεωπονεῖ καὶ φυτεύει παραδείσους Ph.1.52, ἐγεωπόνησε τὰς ἀπαρχάς Ph.1.423
fig. τοῦ γηπονοῦντος τὴν Ἐκκλησίαν Cyr.Al.M.70.1237C
abs. Ph.1.212, 450, Aesop.38, Heph.Astr.2.30.1, Cyr.Al.M.71.577D
c. giro prep. τοὺς ἐν ἀγροῖς γεωπονοῦντας Eus.PE 1.4.3.