αὐτοθήρευτος
αὐτοθηρίον
αὐτόθῐ
αὐτόθροος
αὔτοικος
αὐτόϊππος
αὐτόισος
αὐτοισότης
αὐτοισχύς
αὐτοκάβδᾰλος
αὐτοκάθαρμα
αὐτοκάθαρσις
αὐτόκᾰκος
†αὐτοκαλές·
αὐτοκαλλονή
αὐτοκαλλοποιός
αὐτόκαλλος
αὐτόκαλος
Αὐτοκάνης ὄρος
αὐτοκάρδαλος
αὐτόκαρνος·
αὐτόκαρπος
αὐτοκασιγνήτη
αὐτοκασίγνητος
αὐτοκατάκριτος
αὐτοκατάρα
αὐτοκατασκεύαστος
αὐτοκαταφύσιν
αὐτοκατήγορος
αὐτοκαύδαλος
αὐτοκέλευθος
αὐτοκέλευστος
αὐτοκελής
αὐτόκερᾰς
αὐτοκέραστος
αὐτοκέρης
αὐτοκερκίς
αὐτοκέφαλος
αὐτοκῆρυξ
αὐτοκιβδήλως
αὐτοκιβώτιον
αὐτοκινησία
αὐτοκίνησις
αὐτοκινητίζομαι
αὐτοκινητικός
αὐτοκίνητος
αὐτόκλαδος
αὐτόκλαυστος
Αὐτοκλείδης
Αὐτοκλῆς
αὐτόκληρος
αὐτόκλητος
Αὐτόκλητος
αὐτοκμής
αὐτόκομος
αὐτόκρανα·
αὐτόκρᾱνος
αὐτόκρας
αὐτοκρασία
αὐτοκράτεια
αὐτοκράτειρα
αὐτοκρατής
Αὐτοκράτης
αὐτοκρατητικός
αὐτοκράτητος
αὐτοκρατορεύω
αὐτοκρατορία
αὐτοκρατορικός
Αὐτοκρατορίς
αὐτόκρατος
αὐτοκράτωρ