αὐτοθηρίον, -ου, τό


auténtica fiera κἂν γὰρ Ἕλλην ᾖς ... κἂν βάρβαρος, κἂν αὐ. Chrys.M.60.403, op. ἄνθρωπος Chrys.Ep.10.11.34.