< αὐτοκινησία
αὐτοκινητίζομαι >
αὐτοκίνησις
,
-εως, ἡ
automovimiento
Syrian.
in Metaph
.45.26,
ἔστιν ἡ ἐπιστήμη αὐ.
Plot.6.2.18,
ἡ αὐ. πεποίηκε τὴν νόησιν
Plot.6.6.6.