αὐτοκατάκριτος, -ον
1 que se condena a sí mismo
αἱρετικὸς ἄνθρωποςEp.Tit.3.11.
2 adv. -ως como condenándose a sí mismo
τίς δὲ κοσμήσει τὸν αὐ. ἑαυτὸν διαστρέφοντα;Epiph.Const.Haer.42.11.
αἱρετικὸς ἄνθρωποςEp.Tit.3.11.
τίς δὲ κοσμήσει τὸν αὐ. ἑαυτὸν διαστρέφοντα;Epiph.Const.Haer.42.11.