αὐτοκρατορικός, -ή, -όν


I 1imperial ἐσθής D.H.8.59, σφράγισμα D.C.66.2.2, οἰκέται Gal.8.355, cf. 12.445, διατάξεις BGU 970.23 (II d.C.).

2 absoluto ἐξουσία Gr.Nyss.Ref.Eun.p.370.14.

3 que depende de su libre voluntad τὴν αἵρησιν καὶ φυγὴν δεδόσθαι τοῖς ἀνθρώποις αὐτοκρατορικήν Clem.Al.Strom.2.4.12.

II adv. -ῶς

1 despóticamente πράττειν αὐ. Plu.Ant.15.

2 libremente αὐ. ἄγειν Gr.Nyss.Hom.in Cant.2.1.6.