< αὐτοκατάκριτος
αὐτοκατασκεύαστος >
αὐτοκατάρα
,
-ας, ἡ
principio de maldición
Cristo se denomina a sí mismo
αὐτοαμαρτία καὶ αὐ.
Gr.Naz.M.36.284A.