αὐτόκλητος, -ον
1 que se invita a sí mismo, intruso
μάντιςA.Eu.170,
αὐ. ἐπὶ δεῖνον ἐλθεῖνPlu.2.709f.
2 que acude por propia iniciativa o voluntad
ὅδ' ἁνὴρ ... αὐτόκλητος ἐκ δόμων πορεύεταιS.Tr.392,
αὐ. ἐπὶ τὸν τοιοῦτον οὐκ ἔρχομαιPl.Ep.331b,
συμβουλεῦσαι ... αὐ.Phld.Ir.20.38,
δῆμος εἰς τοὺς πολέμους αὐ.Him.5.14,
οὐ γὰρ αὐ. προσέδραμε τῇ μαρτυρίᾳAmmon.Io.174, cf. Gr.Naz.Ep.221, Hierocl.57
•de Medea
αὐ. κεραΐςLyc.1317.