< αὐτοκαλλοποιός
αὐτόκαλος >
αὐτόκαλλος
,
-ους, τό
la belleza en sí
o
absoluta
Procl.
Theol.Plat
.5.14, Herm.
in Phdr
.157, Procl.
in Prm
.859.