αὐτοκρατορία, -ας, ἡ
• Grafía: graf. -εία PLips.9.15 (III d.C.), PFlor.56.13 (III d.C.)
poder absoluto ref. al emperador principado
τῆς Κλαυδίου Καίσαρος αὐτοκρατορίαςI.AI 19.351,
μετὰ τὴν ... Ἀντωνίνου Μεγάλου αὐτοκρατορ[εία]νPFlor.l.c.,
Διὸς ... αὐτωκρατορία (sic)TAM 2.405 (Patara), cf. D.C.67.12.1, PLips.l.c.
•imperio por op. a realeza y tiranía
τὸ τῆς αὐτοκρατορίας ἀξίωμαLyd.Mag.1.3.