αὐτοκέλευστος, -ον


1 que se ofrece a sí mismo, espontáneo de pers. en posición pred. αὐτοκέλευστοι οἱ Ἕλληνες ᾐκίσαντο X.An.3.4.5, ἔγνωσαν αὐτοκέλευστοι D.H.8.66, διχῇ ἐνεμήθησαν αὐτοκέλευστοι D.C.41.39.4, κοίρανος Nonn.Par.Eu.Io.19.15, πόρτις Nonn.D.15.215, de Cristo, Nonn.Par.Eu.Io.5.15, 18.4, del Espíritu Santo, Gr.Naz.M.37.408A
tb. de abstr. πόθος AP 5.22 (Rufin.), προθυμία Ph.2.90
ἐκ τοῦ αὐτοκελεύστου espontáneamente Arr.Parth.34.

2 aceptado voluntariamente ἀνάγκη Nil.M.79.601B.

3 adv. -ως voluntariamente αὐ. διαπονεῖν Aristeas 92.