αὐτοκράτωρ, -ορος
I
πόλιν ... ἐλευθέραν, ἀφ' ἧς αὐτοκράτορες ὄντες τὸν εὖ καὶ κακῶς δρῶντα ... ἀμυνούμεθαTh.4.63,
τοὺς ἀκμὴν αὐτοκράτορας ὄντας τῶν Ἰβήρωνcuantos de los iberos eran a la sazón independientes Plb.3.17.5
•ref. a la edad mayor de edad
οἱ νέοι ἤδη αὐτοκράτορες γιγνόμενοιX.Mem.2.1.21
•del νοῦς de Anaxágoras, Pl.Cra.413c, del νοῦς gener., Plu.2.945d
•c. gen. dueño de
πόλις οὐκ αὐτοκράτωρ οὖσα ἑαυτῆςTh.3.62,
ὥστε αὐτὸς ἡγεῖσθαι τῆς τε οἰκείας γνώμης ... αὐ. εἶναιTh.4.64,
τῷ κόσμῳ προσετέτακτο αὐτοκράτορι εἶναι τῆς αὐτοῦ πορείαςPl.Plt.274a
•que tiene control sobre
αὐ. ἐστὶν τῶν παθῶν ὁ λογισμόςLXX 4Ma.1.7, 13, 30, 16.1,
αὐ. τῶν ἀλγηδόνωνLXX 4Ma.8.28
•c. inf. libre para
τινὰ κολάσαιD.59.80
•de donde en lit. crist. dueño de sus propias acciones
αὐτεξούσιος καὶ αὐ. ὁ ἄνθρωποςMeth.Res.1.38, del alma, Eus.PE 6.6.48,
ὁ λογισμόςOrigenes Fr.in Ps.50.14, Meth.Symp.8.13, tb. del νοῦς (cf. supra), Thdt.M.83.560A.
2 en sent. peyor. incontrolado
δύναμιςPlb.6.14.2, 18.18.14,
ἐξουσίαPlb.6.12.5
•arbitrario
λογισμῷ αὐτοκράτορι διωθεῖσθαιTh.4.108
•de donde en que cada uno se rige como quiere, sin disciplina
μάχηTh.4.126.
II que tiene autoridad absoluta
στρατηγοίTh.6.72,
ἄρχωνX.An.6.1.21,
μόναρχοιArist.Pol.1295a12
•de representantes elegidos que tiene plenos poderes
ξυγγραφεῖςTh.8.67,
πρεσβευτήςLys.13.9, X.HG 2.2.17,
τούτων πέρι πάντων αὐτοκράτορες ἥκομενAr.Au.1595,
τούτους δ' αὐτοκράτορας ἐκπέμπομενIsoc.8.55, de jueces, Lys.6.13,
αὐ. βουλήAnd.Myst.15,
ἀνυπεύθυνός τε καὶ αὐ. ἄρχεινPl.Lg.875b,
αἱρηθεὶς ἄρχειν αὐ.Isoc.19.38, c. ac. de rel.
ἀποδεῖξαι ἄνδρας ... ἀρχὴν αὐτοκράτοραςTh.5.27, c. gen.
τὸν Ἑρμῆν δὲ αὐτοκράτορα ... τῆς κολάσεως κατάπεμψονenvía a Hermes con plenos poderes para castigar Luc.Fug.22,
στρατηγὸς αὐ. τῆς Θηβαΐδοςgeneral en jefe de la Tebaida, OGI 147.4 (Pafos II a.C.), cf. 156.2 (Chipre II a.C.), ID 1528 (II a.C.)
•pero abs. αὐ. στρατηγός lat. dictator Plb.3.86.7, Longus 3.2.4
•subst. ὁ αὐ. lat. dictator, dictador Plb.3.87.9, 103.4, de Sila y Pompeyo, Plu.Pomp.8
•lat. imperator, emperador
Μάρκος Ἀντώνιος ΑὐτοκράτωρSB 4224.1 (I a.C.), de Augusto
Καῖσαρ Αὐτοκράτωρ ΣεβαστόςIPh.140, cf. BGU 543.3 (I a.C.), de Claudio BGU 1660.8 (I d.C.), de Diocleciano y Maximiano SB 7622.2 (III d.C.), de Tito, Plu.2.123d
•gener. emperador
ἡ εὐσεβεστάτη μεγάλου θειοτάτου αὐτοκράτορος τύχηLuc.Macr.7, tb. en plu., Plu.Galb.1.
• Etimología: Comp. de αὐτός y una forma -κράτωρ. Quizá alteración de -κράτης sobre el modelo de los agentes en -τωρ. V. s.u. κράτος.