δοῦναξ
Δοῦναξ
Δούνιον
δοῦνον
Δοῦνον
δούξ
δούο
δουπέω
δούπημα
δουπήτωρ
δουπλικάριος
δοῦπος
Δούπων
Δούρ
δοῦρα
Δοῦρα
Δουράβα
Δούρας
δούρατα
δουράτεος
δουρᾰτόγλῠφος
δουρατοδόχος
Δουρβουλιανά
Δούργα
Δοῦρδον
Δουρδούμ
δοῦρε
δούρειος
δουρηνεκής
Δουρηνός
δουρι-
δουριαλής
Δουρίας
δουρῐβᾰρής
Δούριζα
δουρῐκλειτός
δουρῐκλῠτός
δουρῐκμής
Δουρικορτόρα
Δουρίοπος
Δούριος
δουρίπληκτος
Δοῦρις
Δουρίσκος
δουρῐτῠπής
δουρίφᾰτος
δουροδόκη
δουροδόκος
δουροθήκη
Δουροκόττορον
δουρομᾰνής
δουροπᾰγής
Δουρόστορον
δουροτόμος
Δουρότριγες
δουροφόρος
δουρρά
Δουσάρειος
Δουσαρή
Δουσαρηνοί
Δουσάρης
<Δ>ουσαριασταί
δοφλικάρις
δοχαῖος
δοχεῖον
δοχεύς
δοχεών·
δοχή
δοχικός
δοχμαϊκός
δοχμαλόν·