< δουρῐτῠπής
δουροδόκη >
δουρίφᾰτος
,
-ον
• Prosodia:
[-ῐ-]
muerto por la lanza
δουριφάτους κονίης τε καὶ αἵματος ἐξανελόντες
Opp.
H
.4.556.