< Δουσάρειος
Δουσαρηνοί >
Δουσαρή
,
-ῆς, ἡ
• Alolema(s):
Δουσαρά
St.Byz.s.u.
Δαραί
Dúsara
colina de Arabia, Hdn.Gr.1.71, St.Byz.s.u. y l.c.