δουπέω
• Alolema(s): poét. γδουπέω Il.11.45
• Morfología: [aor. ind. 3a sg. sin aum. δούπησεν Il.4.504, 3a plu. ἐγδούπησαν Il.11.45 (interpr. como comp. ἐκδούπησαν por Hsch.); perf. ind. 1a sg. δέδουπα Il.23.679, Nic.Al.15, A.R.1.1304, Euph.67.2]
1 meter ruido, causar estruendo, hacer resonar c. suj. animado
δούπησεν δὲ πεσώνref. un guerrero Il.4.504, cf. Tyrt.1.59,
ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν Ἀθηναίη τε καὶ ἭρηIl.11.45,
δουπεῖ χεὶρ γυναικῶνsobre el pecho, E.Alc.104,
χαλκείην πλαταγὴν ἐν χερσὶ τινάσσων δούπειA.R.2.1056, c. dat. instrum.
ταῖς ἀσπίσι πρὸς τὰ δόρατα ἐδούπησανX.An.1.8.18, cf. Arr.An.1.6.4
•c. suj. de cosa retumbar, resonar
ἄστυρά τε Πριόλαο καταστρεφθέντα δέδουπεNic.l.c.,
τὸ τεῖχος δὲ πεσὸν μεγάλως ἐδούπησεAnon.Hist.203.3a, cf. AP 9.427 (Barb.).
2 caer muerto
ἢ αὐτὸς δουπῆσαι ἀμύνων λοιγὸν Ἀχαιοῖςo él mismo caer muerto defendiendo del desastre a los aqueos, Il.13.426, c. dat. instrum.
ἡμετέροισι Γίγας δούπησε βελέμνοιςAP 4.3b.27, cf. AB 1095, en v. med.-pas.
οἱ δ' ἄρα δουπήθησαν ἀολλέεςAP 9.283 (Crin.)
•part. perf. muerto
δεδουπότος ΟἰδιπόδαοIl.23.679,
Πελίαο δεδουπότοςA.R.1.1304, cf. 4.557, Euph.l.c., Orph.A.1163,
δεδουπότος ... λαοῦOrph.A.535,
σὺ ... δεδουπώςTriph.399
•del guerrero caído en el campo de batalla
πάντα νέκυν μάστευε δεδουπόταAP 7.430 (Diosc.)
•subst. ὁ δεδουπώς el caído, el muerto Lyc.285.