δουροτόμος, -ον
cortador de madera, talador de árboles
πελέκειςAP 7.445 (Pers.)
•subst. ὁ δ. leñador, aserrador
ὡς δ' ὅτε δουροτόμοι ξυνὸν πόνον ἀθλεύωσιOpp.H.5.198,
ἣν (μελίην) ... δουροτόμοι τέμνουσινQ.S.1.250.
πελέκειςAP 7.445 (Pers.)
ὡς δ' ὅτε δουροτόμοι ξυνὸν πόνον ἀθλεύωσιOpp.H.5.198,
ἣν (μελίην) ... δουροτόμοι τέμνουσινQ.S.1.250.