δοχή, -ῆς, ἡ
• Alolema(s): δοκή Hsch.; δοκά Hsch.
I plu.
1 anat. receptáculos biliares, canales colédocos una de las partes del hígado que utiliza la mántica, Pl.Ti.71c,
δοχαὶ χολῆςvesícula biliar E.El.828.
2 receptáculo
ὑδάτωνHsch.ε 7117, cf. sg.
δοκάν· θήκηνHsch.
3 medida
ὕδατος θαλάσσης δοχὰς δέκαT.Sal.16.7.
II sg. recepción, convite a comer
οὔσης δὲ λαμπρᾶς καὶ φιλοτίμου τῆς δοχῆςMacho 106,
ἐποίησεν δοχὴν μεγάληνLXX Ge.21.8, Da.5.1, Eu.Luc.5.29, cf. 14.13,
εἰς τὴν δοχὴν τὴν ΚρίτωνοςPSI 858.10,
ὅσα εἰς τὴν δοχὴν ἕτοιμα ποιησάμενοςPRyl.568.10 (III a.C.), cf. PTeb.112.89 (II a.C.), Hsch.s.uu. αὐτόκλητον, δοχήν
•esp. en lit. crist. ágape, fiesta o comida fraternal
τοῖς εἰς ἀγάπην, ἤτοι δοχήν, ὡς ὁ κύριος ὠνόμασεν, προαιρουμένοιςentre los crist. Const.App.2.28.1.